Χρονολόγιο:
1909. Γέννηση στη Μονεμβασιά της Λακωνίας.
1913. Εγγράφεται στο μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο. Αδιάφορος για τον τρόπο της – τότε – διδασκαλίας, το ενδιαφέρον του εκδηλώνεται περισσότερο στα σχολικά του τετράδια με ζωγραφιές κ.λπ., που επισύρουν τιμωρίες και απομόνωση.
1927. Καθώς έχει προσβληθεί από φυματίωση, εισάγεται στο σανατόριο «Σωτηρία». Εκεί γνωρίζει την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη.
1933. Βιοποριστικοί λόγοι τον οδηγούν στο εμπορικό θέατρο, όπου εμφανίζεται ως ηθοποιός και χορευτής. Τα επόμενα χρόνια θα συμμετάσχει σε διάφορες παραστάσεις.
1934. Γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
1937. Γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, με πρόταση που υπογράφουν οι: Έλλη Αλεξίου, Γαλάτεια Καζαντζάκη και Σοφία Μαυροειδή –Παπαδάκη.
1942. Προσχωρεί στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Εξαντλημένος όμως από την ασθένεια, κινδυνεύει θανάσιμα.
1948. Συλλαμβάνεται στην Αθήνα και εκτοπίζεται στη Λήμνο. Θα μεταφερθεί στη Μακρόνησο, όπου συνεξόριστοί του είναι οι: Μ. Κατράκης, Τ. Λειβαδίτης, Κ. Δεσποτόπουλος κ. ά. Αργότερα θα μεταφερθεί στον Αη Στράτη.
1952. Μετά από παγκόσμια κατακραυγή και διαμαρτυρίες σημαντικών ανθρώπων της διανόησης, όπως οι: Λ. Αραγκόν, Π. Νερούδα και Π. Πικάσο, απολύεται από τον Αη στράτη τον Αύγουστο.
1956. Του απονέμεται το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Η σονάτα του σεληνόφωτος».
1957. Πρώτη παρουσίαση του έργου του στη Γαλλία από τον Λ. Αραγκόν.
1962. Μεγάλο ταξίδι σε Ρουμανία (όπου γνωρίζει τον Ν. Χικμέτ), Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία και Ανατολική Γερμανία. Υποτροπή της αρρώστιας του.
1966. Ταξιδεύει στην Κούβα και γνωρίζεται με τον Νίκολας Γκιλλιέν.
1967. Συλλαμβάνεται μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και εκτοπίζεται. Λόγω της κατάστασης της υγείας του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας θα κάνει 2 εγχειρίσεις.
1973. Στην Αθήνα, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, συμμετέχει στη διαδήλωση της πρώτης μέρας.
1977. Του αποδίδεται το βραβείο «Λένιν». Ταξιδεύει μαζί με τον Αραγκόν στη Μόσχα για την απονομή του βραβείου.
1986. Του απονέμεται το βραβείο «Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης» του Ο.Η.Ε.
1990. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης του απονέμει την ανώτατη διάκριση με το μετάλλιο «Ζολιό – Κιουρί». Τον ίδιο χρόνο τον βρίσκει ο θάνατος στην Αθήνα.
***
Σπίτι γέννησης
Σ’ αυτό εδώ το σπίτι γεννήθηκα, το λέγανε «τα κελιά». Έχει μια μεγάλη ιστορία που δεν είναι της στιγμής να την πω. Από κάτω έμεναν οι καντηλανάφτες της εκκλησιάς εδώ, της Χρυσαφίτισσας. Έμεναν οι κηροπλάστες οι οποίοι με τις μεγάλες κουτάλες τους ανακάτευαν μέσα σε καζάνια το κερί κι ύστερα το έριχναν σε σπάγκους, έτσι. Ήταν κρεμασμένοι σε κλαδιά κι έριχναν, έριχναν και κάποτε κεντούσαν ή τα στόλιζαν. Μοσκοβολούσε όλη η περιοχή αλμύρα, ξερό χόρτο και μελισσοκέρι. Και τώρα που βρίσκομαι εδώ πέρα, έχω την αίσθηση ότι αυτή η μυρωδιά του κεριού υπάρχει ακόμα στα ρουθούνια μου. Δεν έζησα πολλά χρόνια εδώ πέρα, ίσως ενός δύο ετών, μεταφερθήκαμε στο άλλο σπίτι, αλλά – κι όμως αδιόρατα – μένει μια ανάμνηση από το θόρυβο της θάλασσας.
Ερχόταν το κύμα χτυπούσε, ύστερα έφευγε το κύμα το ένα κι αντιχτυπούσε με το άλλο, το επερχόμενο. Κι ήταν μια τέτοια διασταύρωση, το λέγαμε αντιμάμαλο το δεύτερο κύμα. Ερχόταν το ένα, χτυπούσε στα βράχια, απομακρυνόταν κι ερχόταν πια – μετά το χτύπημα πάνω στα βράχια – και συναντούσε το άλλο που ερχόταν. Ήτανε ένα φουγκάτο. Ύστερα από πολλά χρόνια, όταν γνώρισα τη μουσική του Μπαχ, κατάλαβα τι θα πει φούγκα. Ναι, πραγματικά, μέσα από εκείνη την εποχή λίγο λίγο διαμορφωνόταν η πλατύτερη και βαθύτερη αίσθηση της μουσικής ώσπου έφτασα να λατρέψω τον Μπαχ.
(Από την «Αυτοβιογραφία του Γιάννη Ρίτσου» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη – εκδόσεις «Αρχείο Κρήτης» 2008) ***Άγιος Νικόλαος
Παιδικά χρόνια – Σχολείο
Να, αυτό είναι εδώ η εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, που τώρα έχει αναπαλαιωθεί. Άλλοτε ήταν μισοερειπωμένη. Εδώ ήταν το δημοτικό μας σχολείο. Εδώ φοίτησα από τεσσάρων χρονών. Με ‘φερνε η παραμάνα μου γιατί αποκοιμιόμουνα στο μάθημα και με παίρνανε αγκαλιά και με φέρνανε, με γύριζαν στο σπίτι. Κι αυτό επειδή η αδερφή μου ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη κι η μητέρα μου επειδή ήμουνα το στερνογέννητο, πως το λέμε, στρερνοβύζι, ε; Έτσι ήθελε σώνει και καλά να πάω μαζί με την αδερφή μου τη Λούλα.
Η Λούλα ήταν άριστη μαθήτρια, εγώ δεν τα πήγαινα πολύ καλά με τα γράμματα. Προτιμούσα να παίζω με τους χαρταετούς, με τους βόλους, πετροπόλεμο και προτιμούσα να ζωγραφίζω. Όλα μου τα τετράδια τα μαθητικά αντί για μαθηματικές πράξεις της πρακτικής αριθμητικής ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχα ιδιαίτερη μανία στα λουλούδια, στα πουλιά, στις κότες, στους ήλιου, στα σπιτάκια. Έφτιαχνα λοιπόν παπαρούνες, μαργαρίτες, σβήνοντας τους αριθμούς. Σαν να είχα μια μανία. Εδώ λοιπόν, σε τούτο εδώ το σχολειό, που κάποτε με ‘βαζαν και τιμωρία, έτσι ορθοστασία στη γωνία και η αδελφή μου η Λούλα έκλαιγε κι επειδή ήταν πολύ καλή μαθήτρια την αγαπούσαν, κι έλεγε: «αφήστε τον αδελφούλη μου» και κατά κάποιον τρόπο τα κατάφερνε να μ’ αφήσουν.
Εμένα μ’ άρεσε. Σαν να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν ξέρω, ήταν κάτι ξεχωριστό αυτό κι ούτε αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Ένας άνθρωπος που αριστεύει στα πάντα θα πει ότι δεν έχει καμιά ιδιαίτερη κλίση, δεν έχει μια προτίμηση, δεν έχει κάνει μιαν επιλογή. Κι έτσι εγώ από τη μια μεριά ψευτομουρμούριζα κανένα τραγουδάκι που μ’ άρεσε, από την άλλη μεριά ζωγράφιζα και κάποτε τραβούσα και την εφημερίδα του δασκάλου μου και δεν τον άφηνα να διαβάσει. Βέβαια, τα πλήρωνα όλα αυτά τα πράγματα, αλλά τα πάντα πληρώνει κανένας στη ζωή και πληρώνοντας με κάποιες τιμωρίες κερδίζει πάρα πολλά πράγματα. Νομίζω, ένας άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι θα πει παραβίαση μιας απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απαγορεύσεις έμαθα να δουλεύω την τέχνη, την ποίηση, ξεπερνώντας όλες αυτές τις απαγορεύσεις. Γι’ αυτό και η τέχνη μου, όπως πολλοί ομολόγησαν, δεν άκουσε ποτέ κανένα «μη». Μάλιστα, ένας Γάλλος κριτικός είπε ότι η γαλλική ποίηση στηρίζεται και δημιουργείται απάνω στα διάφορα «μη». Να μην είστε συναισθηματικοί, να μην είστε ρομαντικοί, να μην είστε πολυλογάδες, να μην είστε σιωπηλοί. Όλα δηλαδή τα «μη». Δηλαδή, όλες αυτές τις απαγορεύσεις τις ξεπερνάει ενδόξως η ποίηση του Ρίτσου.
Έτσι λοιπόν, από μικρό παιδί έμαθα να χαίρομαι και τις τιμωρίες μου. Έμαθα ακόμα να χαίρομαι ότι κάποτε με ‘βαζαν στη γωνιά. Για να ‘μια λοιπόν στη γωνιά θα πει ότι κάτι ιδιαίτερο συνέβαινε με μένανε. Κι έτσι, κάπως μνησικακώντας στην αρχή, έβαλα όλους εκείνους που με τιμωρούσαν κι εγώ με τη σειρά μου στη γωνιά. Με τιμώρησαν κι άλλοι πολλοί ύστερα, πολύ μεγάλοι και δικτατορίες και συνταγματαρχαίοι κλπ, αλλά εγώ με την πίστη μου τους έβαλα πάλι στη γωνία. Κι απ’ όλα αυτά τα πράγματα, από τη μια τιμωρία και από την άλλη, κέρδισα αυτή τη χαρά να τις ξεπερνάω και μάλιστα απ’ αυτές να δω, να αντλώ δυνάμεις αντίστασης προς κάθε άδικη απαγόρευση κι επομένως προς κάθε αδικία. Εδώ λοιπόν, μαθήτευσα όχι μονάχα στο αλφάβητο, όχι μονάχα στην ζωγραφική και στη μουσική και στην ποίηση, αλλά πήρα τα πρώτα ουσιαστικά μαθήματα για το πώς θα έπρεπε κανένας να αντιμετωπίζει τη ζωή. Τώρα, τι κατάφερα, ο χρόνος θα τα πει.
(Από την «Αυτοβιογραφία του Γιάννη Ρίτσου» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη – εκδόσεις «Αρχείο Κρήτης» 2008) *** ***Καπνισμένο τσουκάλι (απόσπασμα)
Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη.
‘Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,
“Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα.”
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
…έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.
Χρήστος Λεοντής: Ο Ρίτσος βοήθησε τους ανθρώπους να σταθούν όρθιοι
Φέτος γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση ενός παγκόσμιου ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου. Εκείνο που πρώτ’ απ’ όλα χαρακτηρίζει τον Ρίτσο, είναι η βοήθεια μέσα από το έργο του αλλά και μέσα από τη στάση ζωής του προς τους ανθρώπους. Τους βοηθάει να σταθούν όρθιοι, να αγωνιστούν για τη ζωή. Η παραίτηση για τον Ρίτσο είναι κάτι το άγνωστο. Αντίθετα, ο αγώνας είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει. Τονίζω αυτό το στοιχείο γιατί ποιητές μπορεί να υπάρχουν, αλλά ποιητές αγωνιστές-στοχαστές είναι ένα είδος σπάνιο. Τιμάμε λοιπόν τον Ρίτσο για όλη του τη στάση ζωής και για όλη του την πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση. Γιατί δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος και παγκόσμιος ποιητής, αλλά ήταν μουσικός, ήταν ζωγράφος, ήταν χορευτής. Ιδιαίτερα σήμερα, είναι ανάγκη να ανατρέξει κανείς και στο έργο του και στη στάση του γιατί παίρνει κουράγιο για το αύριο. Είναι από τους λίγους ποιητές που σου δίνουν μια τέτοια δύναμη.
***
Ρωμιοσύνη (απόσπασμα)
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους –
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για τον Γιάννη Ρίτσο
Οι δικτάτορες προσπάθησαν να βάλουν ανάμεσά τους τα τανκς τους, αλλά τίποτα δεν κατάφεραν. Μεσούσης της χούντας, τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου έφτασαν στον Μίκη Θεοδωράκη, μελοποιήθηκαν και έγιναν τραγούδια αντίστασης. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που συναντήθηκαν κάτω από δύσκολες συνθήκες η τέχνη του ποιητή και του συνθέτη. Η φιλία τους, μια από τις δυνατότερες σχέσεις ζωής και για τους δυο τους, δενόταν ακόμα πιο σφικτά κάθε φορά που η πατρίδα περνούσε δοκιμασίες.
Πού στηρίζεται μια τέτοια αμοιβαία αγάπη; Σε πολλά, οπωσδήποτε, και βεβαίως και στην ιδεολογική ταυτότητα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης από τον Γιάννη Ρίτσο είναι η φράση του πως είχε δίκιο σε όλα. Ήταν υπουργός όταν τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, λίγο πριν ο ποιητής μάς αποχαιρετήσει για πάντα. «Μίλησαν» κατά βάση με τα μάτια, όπως μου είχαν πει παρόντες στη συνάντηση. Δεν είχαν ανάγκη άλλης συνεννόησης. Ήταν και οι καιροί πικροί, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» διαλυόταν. «Για ανθρώπους σαν κι εμάς ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία. Η κατάρρευση ενός κόσμου ολόκληρου», θυμάται σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η γνωριμία τους… δεν ήταν γνωριμία. Πρώτος ο Μίκης, έφηβος στην Τρίπολη, ανακάλυψε την ποίηση του Ρίτσου. Στην Κατοχή, μια παρέα μαθητών και σπουδαστών συνομιλούσε με τον Ευάγγελο Παπανούτσο, δεχόταν τις διδαχές του, τις συμβουλές του. «Ήταν μια σχολή σαν την Ακαδημία Πλάτωνος». Ταυτοχρόνως τα νεαρά παιδιά έψαχναν τα καινούργια ρεύματα, τις νέες δημιουργίες.
«Οπότε λοιπόν ένα μεσημέρι του 1942 με παίρνει ένας από αυτούς τους φίλους και μου λέει ότι ανακάλυψα έναν ποιητή, τον Γιάννη Ρίτσο. Είναι καταπληκτικός. Λέω διάβασε να ακούσω. Και μου διαβάζει απνευστί όλη την “Εαρινή Συμφωνία” από το τηλέφωνο. Του λέω έλα εδώ. Το λέμε και στην άλλη παρέα, πέντε- έξι ήμαστε, έρχονται σπίτι μου και ξανά ανάγνωση. Το μάθαμε απέξω και ψάχναμε και για άλλα του Ρίτσου. Βρήκαμε “Το Τραγούδι της αδερφής μου”, για το οποίο ο Παλαμάς είχε πει να παραμερίσουμε για να περάσεις και τρελαθήκαμε. Μετά, το “Εμβατήριο του Ωκεανού”.
-Τι ήταν για τον Μίκη Θεοδωράκη ο Γιάννης Ρίτσος;
«Ήταν μεγάλος ποιητής, ήταν αγνός άνθρωπος, ήταν ειλικρινής αγωνιστής. Ο “Επιτάφιος”, η “Ρωμιοσύνη”, oι “Γειτονιές του κόσμου”, η “Έβδομη συμφωνία” (εαρινή), είναι ακριβώς οι πυλώνες στη γέφυρα της δημιουργίας μου. Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις να κάνεις με ένα μεγάλο ποιητή. Ο οποίος να είναι και ομοϊδεάτης 100%. Που θαυμάζεις από κάθε άποψη. Και την ανθρώπινη, και την κομματική και την ιδεολογική»
(Αναδημοσίευση αποσπασμάτων από συνέντευξη του μουσικοσυνθέτη στο «Έθνος της Κυριακής») ***
Γ. Ρίτσος – για την κόρη του…
Κοριτσάκι μου,
μες στο βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου ‘πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου.
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
Γιατί δεν είναι κοριτσάκι
να μάθεις μόνο εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου.
Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις
Να το θυμάσαι κοριτσάκι.
Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές από τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε μη σκοντάψεις
Ακάματος εργάτης του λόγου
Η κόρη του Γιάννη Ρίτσου, Έρη μιλάει για τον πατέρα της
Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας εξαιρετικά καλός άνθρωπος, πράγμα που ίσως αντικατοπτρίζεται στο έργο του, την ιδεολογική του τοποθέτηση, την κοινωνική του δράση και τους αγώνες του. Είναι «φυσιολογικό» για έναν καλό άνθρωπο να νοιάζεται για το καλό των συνανθρώπων του και άρα να ασπάζεται μια ιδεολογία βαθιά ανθρωπιστική, που θέλει όλους τους ανθρώπους να είναι ίσοι και να απολαμβάνουν ισότιμα τα αγαθά που η φύση και η εργασία τους προσφέρουν. Η σχέση μου με τον Ρίτσο σαν πατέρα είναι αυτή που ένα παιδί έχει με το γονιό του. Σχέση αγάπης, τρυφερότητας, σεβασμού και φυσικά …«αντεγκλήσεων».
Όπως και άλλοι αναγνώστες της γενιάς μου, έτσι κι εγώ μέσα από την ποίηση του Ρίτσου συνάντησα τους αγώνες του λαού μας, τα υπαρξιακά προβλήματα της εφηβείας μου, την αρχαία ελληνική μυθολογία σε μια σύγχρονή της και επίκαιρη εκδοχή και, ακόμα, το λυρισμό της ερωτικής ποίησης και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που άλλα έργα του θέτουν.
Η οικογένειά μου έζησε με τον ίδιο τρόπο, όπως χιλιάδες οικογένειες αριστερών που είδαν πατεράδες, παππούδες, αδέρφια και παιδιά να περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μακριά απ’ τους αγαπημένους τους και μέσα σε συνθήκες πολλές φορές απάνθρωπες, με ξύλο, βασανιστήρια, στερήσεις, κακουχίες. Ο Ρίτσος δεν διαφοροποίησε την οπτική του σε ό, τι αφορούσε τη ζωή και τους συνανθρώπους του εξαιτίας αυτών των διώξεων, σίγουρα όμως έγραψε έργα που δεν θα τα είχε γράψει αν δεν βίωνε όλη αυτή την «περιπέτεια».
Ο Ρίτσος ήταν ένας ακάματος εργάτης του λόγου και όχι μόνο. Χρησιμοποιούσε το χρόνο του πάντα για να κάνει κάτι και ποτέ δεν τον είχα δει άεργο. Η ζωγραφική ήταν μια μεγάλη του αγάπη. Άλλωστε, και η ποίησή του έχει έναν έντονα εικαστικό χαρακτήρα, με εικόνες γεμάτες λεπτομέρειες, με εστίαση πάνω σε μικρά πράγματα και με πολλά χρώματα. Ζωγράφιζε ακουαρέλες, έκανε σκίτσα, ζωγράφιζε πάνω σε ρίζες καλαμιών. Εκμεταλλευόταν επίσης τις γλυπτικές επιφάνειες που πρόσφεραν οι πέτρες και τις αναδείκνυε, ζωγραφίζοντας πάνω τους πρόσωπα και ανθρώπινα σώματα.
Ως άνθρωπος που λάτρευε τη ζωή, δεν ήθελε καν να σκέφτεται το θάνατο. Όταν πλησίασε η ώρα το αντιμετώπισε με καρτερία ως κάτι το αναπόφευκτο.
***
Ἐπιλογικό
Νὰ μὲ θυμόσαστε – εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.
Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.
Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.
Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.
***