Ένας πληθυσμός στα ΝΑ της Γροιλανδίας άρχισε να κυνηγά σε γλυκό νερό
Οι πολικές αρκούδες στηρίζονται στον θαλάσσιο πάγο της Αρκτικής για να κυνηγήσουν φώκιες. Για αυτό και το λιώσιμο των πάγων θεωρείται σοβαρότατη απειλή για την επιβίωσή τους. Ωστόσο σε μία σπάνια ελπιδοφόρα είδηση, επιστήμονες υποστηρίζουν ότι εκατοντάδες πολικές αρκούδες στα νοτιοανατολικά της Γροιλανδίας έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, κυνηγώντας σε γλυκό νερό.
«Επιβιώνουν σε φιορδ που είναι απαλλαγμένα από θαλάσσιο πάγο περισσότερο από οκτώ μήνες το χρόνο» εξηγεί στο BBC η Kristin Laidre επικεφαλής της σχετικής μελέτης, που πραγματοποίησε ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον. «Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα είναι κατά πόσο οι αρκούδες της Αρκτικής θα αντέξουν στα νέα αυτά δεδομένα» προσθέτει.
Ταξιδεύοντας στην απομακρυσμένη περιοχή με ελικόπτερο η ερευνητική ομάδα τοποθέτησε στις αρκούδες συσκευές δορυφορικής παρακολούθησης και συνέλεξε γενετικά δείγματα. Η δρ. Beth Shapiro, γενετίστρια που συμμετείχε στη μελέτη, λέει ότι παρατήρησαν «τον πιο γενετικά απομονωμένο πληθυσμό πολικών αρκούδων στον πλανήτη». «Γνωρίζουμε πως ο συγκεκριμένος πληθυσμός ζει μακριά από άλλους πληθυσμούς πολικών αρκούδων για τουλάχιστον μερικά εκατοντάδες χρόνια» αναφέρει στο BBC, προσθέτοντας πως αυτές οι αρκούδες «δεν θριαμβεύουν στο περιβάλλον, αλλά αναπαράγοντα πιο αργά και σε μικρότερο μέγεθος».
Προς το παρόν είναι δύσκολο να πει κανείς εάν ο πληθυσμός αυτός επιβιώνει χάρη σε μία γενετική προσαρμογή ή χάρη σε μία «διαφορετική αντίδραση σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον και κλίμα».
Τα ευρήματα πάντως δεν πρέπει να καθησυχάζουν. Οι πολικές αρκούδες εξακολουθούν να απειλούνται με εξαφάνιση. Ο αριθμός τους δεν υπερβαίνει τις 26.000. «Είναι σε πολύ δύσκολη θέση. Είναι ξεκάθαρο πως εάν δεν μπορέσουμε να επιβραδύνουμε την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη θα οδηγηθούν σε αφανισμό» προειδοποιεί η Shapiro και προσθέτει πως «όσα περισσότερα μαθαίνουμε για αυτά τα εκπληκτικά πλάσματα, τόσο περισσότερο θα μπορούμε να τα βοηθήσουμε να επιβιώσουν τα επόμενα 50 ή 100 χρόνια».
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science.