Συντάκτης: Πάνος Τσιμπούκης
Η μορφολογία παραμένει άγνωστη στο μεγαλύτερο μέρος της. Καθώς όμως είναι σημαντική (και) για την πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα στοχεύει στην πλήρη καταγραφή της αβύσσου μέχρι το 2030
Η επιταχυνόμενη άνοδος της στάθμης της θάλασσας είναι ακόμη μία οδυνηρή συνέπεια της κλιματικής κρίσης. Χρησιμοποιώντας πολύπλοκα μοντέλα, οι επιστήμονες επιχειρούν να προβλέψουν πότε, σε ποιες περιοχές και πόσο θα ανέβει η στάθμη της θάλασσας στις επόμενες δεκαετίες. Οι προβλέψεις αυτές θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα την επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο κλίμα αλλά και να γνωρίζουμε ποιοι πληθυσμοί θα επηρεαστούν πρώτοι από το φαινόμενο αυτό. Σε πρόσφατη έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Frontiers in Marine Science», επιστήμονες καταδεικνύουν ότι η χαρτογράφηση του βυθού των ωκεανών είναι πολύτιμη ώστε να υπολογιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ο ρυθμός με τον οποίο λιώνουν οι πάγοι, και ως εκ τούτου να πραγματοποιηθούν πιο ακριβείς εκτιμήσεις για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Ωστόσο, η χαρτογράφηση των ωκεανών αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση, ενώ οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις θέλουν τον πρώτο αναλυτικό χάρτη του βυθού των ωκεανών να δημοσιεύεται το 2030.
Ένας άγνωστος κόσμος
Αν και το τελευταίο διάστημα έχουμε συνηθίσει να ακούμε και να διαβάζουμε για την εξερεύνηση του Διαστήματος, ερευνητές ενός μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας έχουν στραμμένο το βλέμμα στους ωκεανούς του πλανήτη μας, ο βυθός των οποίων παραμένει μία πραγματική terra incognita. Μέχρι σήμερα, περίπου το 80% του βυθού των ωκεανών δεν έχει χαρτογραφηθεί. Το έλλειμμα αυτό απασχολεί ιδιαίτερα τους ερευνητές των επιστημών του κλίματος, αφού οι ωκεανοί διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του κλίματος – αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το 25-30% του διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες απορροφάται από τους ωκεανούς. Όμως χωρίς να διαθέτουν μια αναλυτική εικόνα του βυθού, οι επιστήμονες δεν μπορούν να εκτιμήσουν με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο οι γεωλογικές και χημικές διεργασίες των ωκεανών επηρεάζουν το κλίμα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στάθμη της θάλασσας. Η επιστημονική κοινότητα έχει αναγνωρίσει διάφορους παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, δύο εκ των οποίων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτή: αφενός οι φυσικοχημικές ιδιότητες του νερού, λόγω των οποίων ο όγκος του νερού αυξάνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, αφετέρου η τήξη των πάγων στους πόλους του πλανήτη. Για να προβλέψουν την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν εξαιρετικά πολύπλοκα μοντέλα τα οποία συνυπολογίζουν τις παραμέτρους αυτές, λαμβάνοντας παράλληλα υπ’ όψιν τις μεταβολές οι οποίες συνέβησαν στο παρελθόν. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις οι εκτιμήσεις αυτές έχουν μεγάλα περιθώρια λάθους, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια τη μελλοντική άνοδο της στάθμης του νερού.
Πολύτιμη η χαρτογράφηση
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της πρόσφατης δημοσίευσης, ένας σημαντικός παράγοντας ο οποίος συμβάλλει σε μη ακριβείς εκτιμήσεις ενδέχεται να είναι η άγνοια της μορφολογίας του εδάφους κάτω από τους πάγους. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του φύλλου πάγου «Pine Island Glacier» στην Ανταρκτική: οι ερευνητές βρήκαν ότι σε περιοχές όπου το στρώμα πάγου γίνεται λεπτό, δημιουργείται ένα κενό μεταξύ του φύλλου πάγου και της κορυφογραμμής η οποία βρίσκεται κάτω από αυτό. Το κενό αυτό επιτρέπει τη ροή ζεστών ρευμάτων νερού και ως εκ τούτου συμβάλλει στην πιο γρήγορη τήξη του πάγου. «Επιχειρούμε να χαρτογραφήσουμε τον βυθό του ωκεανού κάτω από τους πάγους, με σκοπό να συμβάλουμε στη βελτίωση της ποιότητας των προβλέψεων της αύξησης της στάθμης της θάλασσας, οι οποίες μέχρι σήμερα είναι εξαιρετικά αβέβαιες» σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science ο δρ Μάρτιν Τζέικμπσον, πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης και καθηγητής Θαλάσσιας Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Όπως εξηγεί ο ίδιος, απέχουμε πολύ από το να έχουμε στη διάθεσή μας χάρτες οι οποίοι να αποτυπώνουν με ακρίβεια τον βυθό. «Σε μερικές περιοχές η χαρτογράφηση είναι φτωχή και οι διαθέσιμοι χάρτες είναι εξαιρετικά μικρής ανάλυσης ή μπορεί να είναι ακόμη και λανθασμένοι. Αντίθετα, σε άλλες περιοχές η μορφολογία του βυθού έχει αποτυπωθεί ικανοποιητικά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, μέχρι σήμερα έχει χαρτογραφηθεί μόλις το 21,6% του βυθού των ωκεανών» σημειώνει ο ερευνητής.
Χάρτης με ορίζοντα το 2030
Τα τελευταία χρόνια πάντως έχουν ξεκινήσει εντατικές προσπάθειες για τη χαρτογράφηση των ωκεανών, οι οποίες φιλοδοξούν να αποτυπώσουν έναν άγνωστο κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις, όρη αλλά και κοιτάσματα τα οποία ενδεχομένως να μπορούν να αξιοποιηθούν. Η πρωτοβουλία Seabed 2030 ξεχωρίζει, αφού αποσκοπεί να δημιουργήσει μία μεγάλη βάση δεδομένων στην οποία θα συγκεντρωθούν τόσο οι ήδη υπάρχοντες χάρτες του βυθού όσο και οι χάρτες οι οποίοι προκύπτουν από νέα εγχειρήματα χαρτογράφησης. Η πρωτοβουλία απαιτεί τη συνεργασία πολλών ερευνητικών ομάδων ανά τον κόσμο. Στόχος του εγχειρήματος, όπως άλλωστε υποδηλώνει το όνομα, είναι να έχει δημιουργηθεί ένας πλήρης χάρτης του βυθού των ωκεανών μέχρι το 2030. Σχέδιο φιλόδοξο αλλά σίγουρα απαραίτητο.
Ανταγωνισμοί στην άβυσσο
Η χαρτογράφηση του βυθού είναι πολύ σημαντική για τη βαθύτερη κατανόηση του ρόλου των ωκεανών στη ρύθμιση του κλίματος. Ωστόσο, ένας χάρτης ο οποίος θα αποτυπώνει το -άγνωστο μέχρι τώρα – ανάγλυφο των ωκεανών, είναι χρήσιμος και για άλλους λόγους: για την πιο αποτελεσματική πρόβλεψη ακραίων καιρικών φαινομένων, για την αξιολόγηση κινδύνων οι οποίοι συνδέονται με τη γεωλογία του βυθού, αλλά και για την αξιοποίηση πόρων οι οποίοι ενδεχομένως να υπάρχουν κρυμμένοι στα άδυτα των ωκεανών. Η πιθανή ύπαρξη τέτοιων πόρων, όπως είναι το κοβάλτιο, το νικέλιο, o ψευδάργυρος, ο λευκόχρυσος, έχει πυροδοτήσει μία άτυπη κούρσα για την εξερεύνηση της αβύσσου. Σε αυτή την κατεύθυνση εταιρείες κατασκευάζουν αυτόνομα οχήματα εξερεύνησης του βυθού, τα οποία μπορούν να φτάσουν σε βάθος μέχρι και 11.000 μέτρων. Τα οχήματα αυτά χαρτογραφούν τον βυθό έχοντας παράλληλα τα… μάτια τους ανοιχτά για περιοχές οι οποίες θα μπορούσαν να περιέχουν κοιτάσματα.
Η πρόοδος στον Άρη και το δύσκολο επίγειο εγχείρημα
Σχεδόν το 99% της επιφάνειας του πλανήτη Αρη έχει αποτυπωθεί με μεγάλη ακρίβεια, τη στιγμή που το 80% περίπου του βυθού των ωκεανών παραμένει αχαρτογράφητο! Η χαρτογράφηση παραμένει ένα δύσκολο εγχείρημα αφού το 84% του βυθού των ωκεανών βρίσκεται ανάμεσα στα 1.500 και 6.000 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
(Πηγή: tovima.gr)