Συντάκτης: Κωνσταντίνα Γογγάκη
Τον τελευταίο καιρό έχω αποκτήσει μια νέα «φίλη». Την λένε Μαρία και η καταγωγή της, απ’ την Ουγγαρία νομίζω. Δεν μιλάει καλά ελληνικά, κι άλλωστε δεν χρειάζονται και πολλά για να συνεννοηθούμε. Η Μαρία είναι άστεγη, μέρα-νύχτα ξαπλωμένη ή μάλλον πεταμένη κάτω, στο πεζοδρόμιο, στην Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από το λαμπερό Χίλτον. Ο κόσμος προσπερνάει βιαστικός όλη μέρα, πνιγμένος ο καθένας στις σκέψεις του, και κανείς δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με μια γυναίκα που κείτεται σαν σκουπίδι στις κρύες πλάκες.
Η Μαρία είναι ένα ανθρώπινο κουρέλι. Δεν ξέρω τίποτα για τα βάσανα και την ιστορία της. Δεν ξέρω ούτε τι άνθρωπος έχει υπάρξει, ούτε ποια μοίρα την έφτασε ως εκεί, ακίνητη στο ίδιο σημείο, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Κάποια στιγμή όμως σταμάτησα, και τη ρώτησα τι θέλει, κι εκείνη μου απάντησε «τσιγάρα». Δεν ζήτησε χρήματα, ούτε φαγητό, ούτε κουβέρτα. Της υποσχέθηκα ότι θα της πάω, κι όταν πράγματι της αγόρασα ένα πακέτο και μαζί μ’ έναν αναπτήρα της τα έδωσα, έγινε κάτι παράξενο. Το ταλαιπωρημένο πρόσωπό της άλλαξε, και η Μαρία μου χαμογέλασε.
Αυτό το χαμόγελο στο πρόσωπό της με εξοικείωσε μαζί της. Της είπα ότι θα ξαναπάω, και όντως άρχισε από τότε η «επικοινωνία» μας. Πότε λίγο φαγητό, δυο φρούτα, ένα νερό, και πάντα τσιγάρα. Χτες η συνομιλία μας διευρύνθηκε, κι όταν την ρώτησα επίμονα τι θα ήθελε, ζήτησε καφέ, ζεστό, με τρεις κουταλιές ζάχαρη. Με κοιτάει ακόμη κάπως αμήχανα, ασυνήθιστη σε τέτοιο ενδιαφέρον, ίσως και να αναρωτιέται μήπως κάτι θέλω απ’ αυτήν ή μην της κάνω κάποιο κακό. Γι’ αυτό της είπα «Εμένα με λένε Ντίνα. Και είμαι φίλη σου». Και έτσι ησύχασε.
«Δεν είναι δουλειά δική μου να εκπληρώνω τις υποχρεώσεις της πολιτείας και να καλύπτω τα κενά της». Ίσως αυτό σκέφτεται ο περαστικός που αγνοεί την κάθε Μαρία. Κι άλλωστε τέτοιες φτωχές Μαρίες και Μάριοι είναι σπαρμένοι παντού. Ναυάγια της ζωής, που αλλού τους πήγε η τύχη τους, και ζουν παρασιτικά. Ώσπου αποχωρούν κάποια στιγμή, από την κακουχία, χωρίς κανείς ποτέ να τους αναζητήσει. Όντως, είναι όχι μόνο ευθύνη της πολιτείας, αλλά κι αναγκαιότητα, γιατί χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο η πολιτεία μεταμορφώνεται σε ένα παχύδερμο τέρας.
Είχα δημοσιεύσει παλιότερα τα προβλήματα των αστέγων στην Αθήνα, και είχα την αφελή εντύπωση πως οι αλήθειες και η ειλικρινής μου έγνοια θα επηρέαζαν θετικά τον Δήμαρχο των Αθηναίων και τους ιθύνοντες. Αλλά φευ! Τα πλατάνια ή οι φοίνικες της Πανεπιστημίου, και οι βελούδινες κουρτίνες των βράχων του πρωτοχρονιάτικου Λυκαβηττού αποδείχτηκε ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από μια ανθρώπινη ζωή. Η Μαρία, εν προκειμένω, ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο της κεντρικής – με τόσες φωταψίες τα Χριστούγεννα! – λεωφόρου, είναι αόρατη; Και δεν είναι περιπαιχτική κι αντιφατική η ύπαρξη από τη μια του απαστράπτοντος «Δρομέα», και από την άλλη, απέναντι, ενός ξεχασμένου ανθρώπινου ερείπιου; Κανείς, ευαίσθητος ιθύνων, δεν έτυχε να την δει;
Την απανθρωπία, ή έστω, την ελλειμματική παρουσία αυτού του κράτους επιχειρώ να καλύψω. Μαρκάροντας έστω έναν άστεγο και φροντίζοντας απειροελάχιστα γι’ αυτόν ή για μια Μαρία, είναι σαν να τους ζητώ συγγνώμη για την απουσία και την ανεπάρκεια της πολιτείας. Επίσης, για το γεγονός πως όλα αυτά τα φαινόμενα θεωρούνται πλέον δεδομένα, ενώ ανήκουν στην παρατεταμένη παρακμιακότητα αυτής της πόλης. Με μια σακουλίτσα στο χέρι που περιέχει κάτι μικρό για έναν άνθρωπο, δεν δίνει κανείς κάτι σπουδαίο, αλλά όταν φεύγει νιώθει πιο ανάλαφρη την συνείδησή του. Ύστερα απομακρύνεται με την ωραία και πικρή ταυτόχρονα αίσθηση, ότι μέσα σ’ αυτήν την απάνθρωπη πόλη δεν έχει χάσει εντελώς την ανθρωπιά του.
Σήμερα όμως η μέρα ήταν βροχερή. Βρήκα την Μαρία, πάντα ξαπλωμένη κατάχαμα, με μια μισοσπασμένη ομπρέλα να προφυλάσσει το κεφάλι της. Έφυγα σιωπηλή, με βαριά την καρδιά και τα βήματα. Έρχεται μπόρα και κακοκαιρία. Είναι συνθήκες αυτές, ακόμη και για έναν άστεγο; Πώς να προφυλαχθεί από την βροχή και την εγκατάλειψη; Αφυπνιστείτε κύριε Δήμαρχε! Η Μαρία των Βαλκανίων είναι φίλη μου! Μην την αφήσετε να ξεπαγιάσει!
(Πηγή: ethnos.gr)