Γράφει ο Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Του Μίκη ουδέποτε του άρμοζαν τα αναμενόμενα, τα τετριμμένα, τα συμβατικά
Θανάτω θάνατον πατήσας
Ως αποσύρονται
αργά σιωπηλά
οι μορφές της παιδικής ηλικίας
όλες εκείνες οι μητρικές ειδές,
τα πρόσωπα της οικογένειας,
της συγγένειας, της φιλίας,
της γειτονιάς και της δουλειάς,
νιώθω και πιο δυνατά
να κουρταλεί τη θύρα της ζήσης μου
ο θάνατος.
Δεκαετίες όλες τον αυλίζω
και τον διώχνω όξω από ’δω.
Χρόνια πολλά τον αφήνω να παραδέρνει
μακριά κι απ’ τον αυλόγυρο των αισθήσεων
κι από τα τείχη τού είναι μου.
Ήρθεν όμως η ώρα
ν’ ανοίξω τη θύρα
και να χτυπηθούμε
στ’ αλώνι της Ψάρης Πλάκας.
Πριν κιτρινίσουν τα φύλλα της συκιάς
και πριν κοπάσει ο συγκλαμός
θα ’χουν ανθίσει οι θαλασσινές ασκέλλες,
θανάτω θάνατον πατήσασαι,
να τον περιγελάσουν.
—
*Ποίημα του Μανώλη Γλέζου, που είχε γεννηθεί σαν σήμερα το 1922, στον Απέραθο (Απείρανθο) της Νάξου.
Στην επέτειο της γέννησης του αειμνήστου Γλέζου ο ελληνισμός αποχαιρετά τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος, πλήρης ημερών και τιμών, άνοιξε τη θύρα και χτυπήθηκε με το θάνατο.
Ο κατά Γλέζο συγκλαμός, ο καθολικός θρήνος για την εθνική απώλεια, είναι πρωτόγνωρος και άκρως συγκινητικός.
Του Μίκη, εξάλλου, ουδέποτε του άρμοζαν τα αναμενόμενα, τα τετριμμένα, τα συμβατικά.
Πώς θα μπορούσε να είναι λοιπόν διαφορετικό ακόμα και το ξόδι του, το ξόδι ενός μεγάλου Έλληνα που είχε περιγελάσει πολλές φορές το θάνατο;
(Πηγή: in.gr)